βαλλιστικός

βαλλιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό
2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική
3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η
η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων
4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» — όπλα των οποίων η πτήση προσδιορίζεται από τους κανόνες της βλητικής
β) «βαλλιστικό εκκρεμές» — συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας με την οποία προσκρούουν τα βλήματα
γ) «βαλλιστικό βλήμα» — κατευθυνόμενο βλήμα το οποίο, μετά τον τερματισμό της προωθητικής του δύναμης, από την εξάντληση των προωθητικών του στοιχείων μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …   Dictionary of Greek

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”