- βαλλιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, ηη βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» — όπλα των οποίων η πτήση προσδιορίζεται από τους κανόνες της βλητικήςβ) «βαλλιστικό εκκρεμές» — συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας με την οποία προσκρούουν τα βλήματαγ) «βαλλιστικό βλήμα» — κατευθυνόμενο βλήμα το οποίο, μετά τον τερματισμό της προωθητικής του δύναμης, από την εξάντληση των προωθητικών του στοιχείων μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.